- θρυπτικός
- -ή, -ό (Α θρυπτικός, -ή, -όν) [θρύπτω]1. ικανός στο να συντρίβει2. εύθραυστοςαρχ.(για ανθρώπους)1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος2. σκληρός, αυθάδης.επίρρ...θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς)με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα.
Dictionary of Greek. 2013.